συμμέτρῳ — σύμμετρος commensurate with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμέτρῳ — συμμέτρῳ , σύμμετρος commensurate with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτρωι — συμμέτρῳ , σύμμετρος commensurate with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέτρησις — ήσεως, ἡ, Α [συμμετρῶ] μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» υπολογισμός τού μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος τού τείχους, Θουκ.) … Dictionary of Greek
συμμεμετρημένως — Α επίρρ. στην αρμόζουσα αναλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμμεμετρημένος τού συμμετρῶ «μετρώ, υπολογίζω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συμμετρητής — ὁ, Α [συμμετρῶ] αυτός που μετρά ή υπολογίζει κάτι μετά από παραβολή και σύγκριση … Dictionary of Greek
συσταθμίζω — Α [σταθμίζω] 1. ζυγίζω αναλογικά με κάτι άλλο 2. μέσ. συσταθμίζομαι συμμετρώ … Dictionary of Greek
συσταθμώμαι — άομαι, Α συμμετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σταθμῶ, ῶμαι «μετρώ, ζυγίζω, υπολογίζω»] … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek